οινόχρους
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και οἰνόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του οίνου, ξανθός, κοκκινωπός (α. «τὴν οἰνόχροα τρίχα», σχόλ. στον Ευρ. β. «οἰνόχρωτες καὶ ἐρυθραῖ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα» (πρβλ. λευκόχρους)].