ὀκτάρριζος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a huit racines <i>ou</i> ramifications.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ῥίζα]].
|btext=ος, ον :<br />qui a huit racines <i>ou</i> ramifications.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ῥίζα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάρριζος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες<br /><b>2.</b> (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει [[οκτώ]] αιχμηρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάρριζος Medium diacritics: ὀκτάρριζος Low diacritics: οκτάρριζος Capitals: ΟΚΤΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: oktárrizos Transliteration B: oktarrizos Transliteration C: oktarrizos Beta Code: o)kta/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with eight roots, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, of a stag'shorns, with eight points, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων ὀκτὼ ῥίζας, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου ἐχόντων κλαδίσκους, Ἀνθ. Π. 6. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a huit racines ou ramifications.
Étymologie: ὀκτώ, ῥίζα.

Greek Monolingual

ὀκτάρριζος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες
2. (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά-ρριζος].