ὀκτάτονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu en huit parties, au nombre de huit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[τείνω]].
|btext=ος, ον :<br />tendu en huit parties, au nombre de huit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[τείνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάτονος]], -ον (Α)<br />(για [[χταπόδι]]) αυτός που έχει [[οκτώ]] πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη [[λεία]] του («[[ὀκτάτονοι]] ἕλικες» — τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάτονος Medium diacritics: ὀκτάτονος Low diacritics: οκτάτονος Capitals: ΟΚΤΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oktátonos Transliteration B: oktatonos Transliteration C: oktatonos Beta Code: o)kta/tonos

English (LSJ)

ον,

   A eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.

Greek Monolingual

ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].