ὀκτασκελής: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_8) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτασκελής''': -ές, ὁ, ἔχων ὀκτὼ σκέλη, Chirurg. Cocch. σ. 24. | |lstext='''ὀκτασκελής''': -ές, ὁ, ἔχων ὀκτὼ σκέλη, Chirurg. Cocch. σ. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀκτασκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[οκτώ]] σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>σκελής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A eight-legged, ἐπίδεσμος Heliod. ap. Orib.48.21.1, cf. Gal.18(1).774.
German (Pape)
[Seite 317] ές, achtfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτασκελής: -ές, ὁ, ἔχων ὀκτὼ σκέλη, Chirurg. Cocch. σ. 24.
Greek Monolingual
ὀκτασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει οκτώ σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρα-σκελής].