ὀλιγηπελία: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6_23) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγηπελία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀδυναμία]], [[λιποψυχία]], Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. [[εὐηπελία]], [[κακηπελία]]. | |lstext='''ὀλῐγηπελία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀδυναμία]], [[λιποψυχία]], Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. [[εὐηπελία]], [[κακηπελία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.
Greek Monolingual
ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.