ὀλιγόπνους: Difference between revisions
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
(6_19) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλιγόπνους''': ουν, ὁ ἔχων ὀλίγην πνοήν, Ἡσύχ. | |lstext='''ὀλιγόπνους''': ουν, ὁ ἔχων ὀλίγην πνοήν, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγόπνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει λίγη, ασθενή [[πνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]]), <b>πρβλ.</b> [[ευθύ]]-<i>πνους</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ουν,
A scant of breath, Hsch.s.v. ἀζαλές.
German (Pape)
[Seite 321] wenig athmend, Hesych. v. ἀζαλής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγόπνους: ουν, ὁ ἔχων ὀλίγην πνοήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀλιγόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει λίγη, ασθενή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πνοος / -πνους (< πνοή), πρβλ. ευθύ-πνους].