ὀλβιοδώτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλβιοδώτης''': ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε [[ὀλβιόδωρος]]. | |lstext='''ὀλβιοδώτης''': ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε [[ὀλβιόδωρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλβιοδώτης]], ὁ, θηλ. [[ὀλβιοδῶτις]] (Α)<br />αυτός που δίνει [[ευτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ωραιο</i>-[[δώτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bestower of bliss, Orph.H.34.2 :—fem. ὀλβιο-δῶτις, ιδος, ib.40.2, etc.
German (Pape)
[Seite 318] ὁ, Glückgeber, -spender, Orph. H. 23, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιοδώτης: ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε ὀλβιόδωρος.
Greek Monolingual
ὀλβιοδώτης, ὁ, θηλ. ὀλβιοδῶτις (Α)
αυτός που δίνει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ωραιο-δώτης.