ὁλόκυρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(6_9)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλόκυρος''': ἡ, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο ἐν Πόντῳ ἡ [[χαμαίπιτυς]], Διοσκ. 3. 175, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 681D.
|lstext='''ὁλόκυρος''': ἡ, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο ἐν Πόντῳ ἡ [[χαμαίπιτυς]], Διοσκ. 3. 175, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 681D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλόκυρος]], ἡ (Α)<br />στον Πόντο) το [[φυτό]] [[χαμαίπιτυς]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκυρος Medium diacritics: ὁλόκυρος Low diacritics: ολόκυρος Capitals: ΟΛΟΚΥΡΟΣ
Transliteration A: holókyros Transliteration B: holokyros Transliteration C: olokyros Beta Code: o(lo/kuros

English (LSJ)

ἡ, Pontic for χαμαίπιτυς, Dsc.3.158, Apollod. ap. Ath.15.681d (ὁλόκληρος is f.l. in Paul.Aeg.5.46, ὁλόπυρος in Orib.12

   A s.v. χαμαίπιτυς).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκυρος: ἡ, οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν Πόντῳ ἡ χαμαίπιτυς, Διοσκ. 3. 175, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 681D.

Greek Monolingual

ὁλόκυρος, ἡ (Α)
στον Πόντο) το φυτό χαμαίπιτυς.