ὁμόγαμβροι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_15) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόγαμβροι''': οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, [[σύγγαμβροι]], συγκηδεσταί, [[Πολυδ]]. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177. | |lstext='''ὁμόγαμβροι''': οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, [[σύγγαμβροι]], συγκηδεσταί, [[Πολυδ]]. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόγαμβροι]], οἱ (Α)<br />αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γαμβρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
οἱ,
A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.
German (Pape)
[Seite 333] οἱ, gemeinschaftliche Schwiegersöhne, Poll. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόγαμβροι: οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, σύγγαμβροι, συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177.
Greek Monolingual
ὁμόγαμβροι, οἱ (Α)
αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γαμβρός.