ὀμιχλήεις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_23)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμιχλήεις''': Ἰων. ὀμιχλ-, εσσα, εν, [[πλήρης]] ὀμίχλης, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 57.
|lstext='''ὀμιχλήεις''': Ἰων. ὀμιχλ-, εσσα, εν, [[πλήρης]] ὀμίχλης, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 57.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμιχλήεις]] και [[ὁμιχλήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[ομιχλώδης]], [[γεμάτος]] [[ομίχλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμίχλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοχθ</i>-<i>ήεις</i>, <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμιχλήεις Medium diacritics: ὀμιχλήεις Low diacritics: ομιχλήεις Capitals: ΟΜΙΧΛΗΕΙΣ
Transliteration A: omichlḗeis Transliteration B: omichlēeis Transliteration C: omichlieis Beta Code: o)mixlh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A misty, Coluth.208 (cj. Herm. for ἀμιχθαλόεντος) ; βέρεθρον Nonn.D.35.276 ; λαός, of the Cyclopes, ib.28.173.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμιχλήεις: Ἰων. ὀμιχλ-, εσσα, εν, πλήρης ὀμίχλης, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 57.

Greek Monolingual

ὀμιχλήεις και ὁμιχλήεις, -εσσα, -εν (Α)
ομιχλώδης, γεμάτος ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθ-ήεις, τολμ-ήεις)].