ομόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσό-θρονος)].