ὁμοιογένεια: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(6_9) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιογένεια''': ἡ, [[ὁμοιότης]] γένους ἢ εἴδους, Διον. Ἁλ. 3. 15. | |lstext='''ὁμοιογένεια''': ἡ, [[ὁμοιότης]] γένους ἢ εἴδους, Διον. Ἁλ. 3. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὁμοιογένεια]]) [[ομοιογενής]]<br />[[ομοιότητα]] γένους ή είδους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[μονάδα]] συστηματικής κατάταξης που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν [[αντί]] του όρου [[οικογένεια]] ενώ [[σήμερα]] τοποθετείται [[μεταξύ]] της υποοικογένειας και του γένους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ομοιότητα]] απόψεων ή σκοπών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A likeness of race or kind, D.H.3.15.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, Gleichheit des Geschlechtes, der Gattung, D. Hal. 3, 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιογένεια: ἡ, ὁμοιότης γένους ἢ εἴδους, Διον. Ἁλ. 3. 15.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοιογένεια) ομοιογενής
ομοιότητα γένους ή είδους
νεοελλ.
1. ζωολ. μονάδα συστηματικής κατάταξης που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν αντί του όρου οικογένεια ενώ σήμερα τοποθετείται μεταξύ της υποοικογένειας και του γένους
2. μτφ. ομοιότητα απόψεων ή σκοπών.