ὀνοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(6_18) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοκόπος''': -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε [[μυλοκόπος]]. | |lstext='''ὀνοκόπος''': -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε [[μυλοκόπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοκόπος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θυρο</i>-[[κόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A chipping millstones, Alex.13.
German (Pape)
[Seite 348] den Mühlstein, ὄνος, klopfend, schärfend, Poll. 7, 20 aus Alexis.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοκόπος: -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε μυλοκόπος.
Greek Monolingual
ὀνοκόπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο-κόπος.