ὀνήϊστος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />v. *[[ὄνειος]]². | |btext=η, ον :<br />v. *[[ὄνειος]]². | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνήϊστος]], -ίστη -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] [[προσπάθεια]]<br />β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» — η πιο αποτελεσματική [[θεραπεία]] της υδρωπικίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>όνειος</i> (ΙΙ)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 346] der nützlichste, tüchtigste; Anaxag. bei Simpl. zu Arist. phys. p. 32; Pythag. bei D. L. 8, 49; ὀνήϊστον πονέεσθε, strengt euch recht tüchtig an, Ap. Rh. 2, 335; ὕδρωπος ὀνήϊστα, die wirksamsten Mittel gegen die Wassersucht, Aret.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. *ὄνειος².
Greek Monolingual
ὀνήϊστος, -ίστη -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. πολύ ωφέλιμος
2. φρ. α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» — καταβάλλω κάθε προσπάθεια
β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» — η πιο αποτελεσματική θεραπεία της υδρωπικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνειος (ΙΙ)].