ὀξυκέρατος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(6_16) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠκέρατος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 424, Φώτ. | |lstext='''ὀξῠκέρατος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 424, Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξυκέρατος]], -ον (Α)<br />[[οξύκερως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορθο</i>-<i>κέρατος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = sq., Sch.rec.A.Pr.424, Hsch.
A s.v. ὀξύπρῳροι.
German (Pape)
[Seite 352] spitzhornig, mit spitzen Hörnern, Schol. Aesch. Prom. 424.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκέρατος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 424, Φώτ.
Greek Monolingual
ὀξυκέρατος, -ον (Α)
οξύκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, -ατος (πρβλ. ορθο-κέρατος)].