ὁπλιστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(c2) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ὁ, der Bewaffnende, adj., ὁπλιστὰν κόσμον ὀλωλεκώς, den Waffenschmuck, Eryc. 8 (VII, 230). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ὁ, der Bewaffnende, adj., ὁπλιστὰν κόσμον ὀλωλεκώς, den Waffenschmuck, Eryc. 8 (VII, 230). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁπλιστής]] και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) [[οπλίζω]]<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει<br />β) αυτός που αποτελείται από όπλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὁπλιστής]] [[κόσμος]]» — η [[σκευή]] οπλίτη, η [[πανοπλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. -τάς. -- ὁπλ.κόσμος, ὁ, a
A warrior-dress, AP7.230 (Eryc.): as Subst., ὁπλιστής warrior, Vett. Val.3.8 ; armator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 359] ὁ, der Bewaffnende, adj., ὁπλιστὰν κόσμον ὀλωλεκώς, den Waffenschmuck, Eryc. 8 (VII, 230).
Greek Monolingual
ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) οπλίζω
1. πολεμιστής
2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει
β) αυτός που αποτελείται από όπλα
3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» — η σκευή οπλίτη, η πανοπλία.