ὀργανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(9)
 
(29)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=o)rganisth/s
|Beta Code=o)rganisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">waterworks-engineer</b>, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">musician, instrumentalist</b>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Alc.</span>p.202</span> C.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">waterworks-engineer</b>, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">musician, instrumentalist</b>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Alc.</span>p.202</span> C.</span>
}}
{{grml
|mltxt=και [[οργανίστας]], ο (ΑΜ [[ὀργανιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικός]] που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. [[οργανοκρούστης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παίζει μουσικό όργανο, [[οργανοπαίκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανικός]] υδραυλικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀργανίζω]]. Ο τ. [[οργανίστας]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>organist</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργᾰνιστής Medium diacritics: ὀργανιστής Low diacritics: οργανιστής Capitals: ΟΡΓΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: organistḗs Transliteration B: organistēs Transliteration C: organistis Beta Code: o)rganisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A waterworks-engineer, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.).    2 musician, instrumentalist, Olymp.in Alc.p.202 C.

Greek Monolingual

και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής)
νεοελλ.
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης
μσν.-αρχ.
αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης
αρχ.
μηχανικός υδραυλικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω. Ο τ. οργανίστας είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organist].