ὀριγανίτης: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(6_2)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρῑγᾰνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρασκευασμένος [[μετὰ]] ὀριγάνου, «[[ὀριγανίτης]] δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.
|lstext='''ὀρῑγᾰνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρασκευασμένος [[μετὰ]] ὀριγάνου, «[[ὀριγανίτης]] δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀριγανίτης]], ὁ (Α)<br />[[οίνος]] αρωματισμένος με [[ρίγανη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρίγανον]] «[[ρίγανη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>Καλαμ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῑγᾰνίτης Medium diacritics: ὀριγανίτης Low diacritics: οριγανίτης Capitals: ΟΡΙΓΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: origanítēs Transliteration B: origanitēs Transliteration C: origanitis Beta Code: o)rigani/ths

English (LSJ)

[νῑ] οἶνος, ὁ, wine

   A flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.

German (Pape)

[Seite 377] οἶνος, ὁ, mit ὀρίγανον abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.

Greek Monolingual

ὀριγανίτης, ὁ (Α)
οίνος αρωματισμένος με ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. Καλαμ-ίτης)].