ὀρθοκέρατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοκέρατος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.
|lstext='''ὀρθοκέρατος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέρατος]], -ον)<br />αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>κέρατος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοκέρᾱτος Medium diacritics: ὀρθοκέρατος Low diacritics: ορθοκέρατος Capitals: ΟΡΘΟΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: orthokératos Transliteration B: orthokeratos Transliteration C: orthokeratos Beta Code: o)rqoke/ratos

English (LSJ)

ον, = sq., Apollon.Lex. and Hsch.

   A s.v. ὀρθοκραιράων.

German (Pape)

[Seite 374] Erkl. von ὀρθόκραιρος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκέρατος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθοκέρατος, -ον)
αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξυ-κέρατος].