Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρθόπτερος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_16)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόπτερος''': -ον, «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα· πτερὰ γὰρ τὰ εἰς [[ὕψος]] ἀνέχοντα. ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομὰς» Ἡσύχ., Σοφ. (Ἀποσπ. 31), ἴδε Φώτ. καὶ πρβλ. [[περίπτερος]].
|lstext='''ὀρθόπτερος''': -ον, «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα· πτερὰ γὰρ τὰ εἰς [[ὕψος]] ἀνέχοντα. ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομὰς» Ἡσύχ., Σοφ. (Ἀποσπ. 31), ἴδε Φώτ. καὶ πρβλ. [[περίπτερος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθόπτερος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ορθόπτερα</i><br /><b>εντομολ.</b> [[τάξη]] νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα<br />πτερά γὰρ τὰ εἰς [[ὕψος]] ἀνέχοντα, ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομάς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>ωκύ</i>-<i>πτερος</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>orthoptera</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπτερος Medium diacritics: ὀρθόπτερος Low diacritics: ορθόπτερος Capitals: ΟΡΘΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: orthópteros Transliteration B: orthopteros Transliteration C: orthopteros Beta Code: o)rqo/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with high hills or with high columns, S.Fr.33.

German (Pape)

[Seite 375] mit grade emporstehenden Flügeln? Bei Soph. mit einer hohen Säulenreihe, frg. 31, in Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπτερος: -ον, «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα· πτερὰ γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα. ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομὰς» Ἡσύχ., Σοφ. (Ἀποσπ. 31), ἴδε Φώτ. καὶ πρβλ. περίπτερος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα
εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα
πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ωκύ-πτερος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. orthoptera].