ονοματοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(29)
(No difference)

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (Α ὀνοματοθέτης)
αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι
νεοελλ.
1. ανάδοχος, νονός
2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο-θέτης.