ὁριστός: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al. 2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.