ὀρνεόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ὀρνέου, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 281.
|lstext='''ὀρνεόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ὀρνέου, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 281.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεόμορφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τη [[μορφή]] ορνέου, πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεόμορφος Medium diacritics: ὀρνεόμορφος Low diacritics: ορνεόμορφος Capitals: ΟΡΝΕΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: orneómorphos Transliteration B: orneomorphos Transliteration C: orneomorfos Beta Code: o)rneo/morfos

English (LSJ)

ον,

   A bird-shaped, Procl.Par.Ptol.281.

German (Pape)

[Seite 382] von Vogelgestalt, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ὀρνέου, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 281.

Greek Monolingual

ὀρνεόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].