ὀστεολόγος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(a) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0398.png Seite 398]] Knochen sammelnd (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0398.png Seite 398]] Knochen sammelnd (?). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[ὀστεολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται συστηματικά με την [[οστεολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξάγει οστά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀστεολόγον</i><br />[[είδος]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A extracting bones: -λόγον, τό, a surgical instrument, Hp.Mul.1.70.
German (Pape)
[Seite 398] Knochen sammelnd (?).
Greek Monolingual
ο, η (Α ὀστεολόγος, -ον)
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την οστεολογία
αρχ.
1. αυτός που εξάγει οστά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεολόγον
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].