παλινσύλλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλινσύλλεκτος''': -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.
|lstext='''παλινσύλλεκτος''': -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινσύλλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συνελέγη εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλέγω]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινσύλλεκτος Medium diacritics: παλινσύλλεκτος Low diacritics: παλινσύλλεκτος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: palinsýllektos Transliteration B: palinsyllektos Transliteration C: palinsyllektos Beta Code: palinsu/llektos

English (LSJ)

ον,

   A gathered again, Hsch., Phot. s.v. παλίλλογα.

German (Pape)

[Seite 450] bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.

Greek (Liddell-Scott)

παλινσύλλεκτος: -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.

Greek Monolingual

παλινσύλλεκτος, -ον (Α)
αυτός που συνελέγη εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συλλέγω.