πάμφορος: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;<br /><i>Cp.</i> παμφορώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;<br /><i>Cp.</i> παμφορώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάθε]] είδους καρπούς, γονιμότατος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[μαζί]] του τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφορος Medium diacritics: πάμφορος Low diacritics: πάμφορος Capitals: ΠΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pámphoros Transliteration B: pamphoros Transliteration C: pamforos Beta Code: pa/mforos

English (LSJ)

ον,

   A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr.HP3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7.    II bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., π. θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.

German (Pape)

[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.

Greek Monolingual

πάμφορος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει κάθε είδους καρπούς, γονιμότατος
2. αυτός που φέρει μαζί του τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φόρος].