Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παναληθής: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παναληθής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[πραγματικός]] («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναληθῶς</i> (Α)<br />αληθέστατα, [[ολωσδιόλου]] αληθινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀληθής]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰληθής Medium diacritics: παναληθής Low diacritics: παναληθής Capitals: ΠΑΝΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: panalēthḗs Transliteration B: panalēthēs Transliteration C: panalithis Beta Code: panalhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.).    2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.

Greek Monolingual

παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.