παλιγγέλως: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(6_23)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλιγγέλως''': -ωτος, ὁ, τὸ ἀμοιβαῖον περιγέλασμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
|lstext='''παλιγγέλως''': -ωτος, ὁ, τὸ ἀμοιβαῖον περιγέλασμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλιγγέλως]], -ωτος, ὁ (Α)<br />(<b>πιθ. ανάγν.</b>) [[αμοιβαίος]] [[εμπαιγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιγγέλως Medium diacritics: παλιγγέλως Low diacritics: παλιγγέλως Capitals: ΠΑΛΙΓΓΕΛΩΣ
Transliteration A: palingélōs Transliteration B: palingelōs Transliteration C: paliggelos Beta Code: paligge/lws

English (LSJ)

ωτος, ὁ,

   A mutual mockery, prob. l. in Ph.1.528.

German (Pape)

[Seite 447] ωτος, ὁ, gegenseitiges Verlachen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

παλιγγέλως: -ωτος, ὁ, τὸ ἀμοιβαῖον περιγέλασμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.

Greek Monolingual

παλιγγέλως, -ωτος, ὁ (Α)
(πιθ. ανάγν.) αμοιβαίος εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γέλως.