πανευεργέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_19)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνευεργέτης''': -ου, ὁ, [[μέγας]] [[εὐεργέτης]], εὐεργετικώτατος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4.
|lstext='''πᾰνευεργέτης''': -ου, ὁ, [[μέγας]] [[εὐεργέτης]], εὐεργετικώτατος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μεγάλος]] [[ευεργέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐεργέτης]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 459] ὁ, sehr wohlthuend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνευεργέτης: -ου, ὁ, μέγας εὐεργέτης, εὐεργετικώτατος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μεγάλος ευεργέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐεργέτης.