παντοδαής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντοδαής''': -ές, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9.44. | |lstext='''παντοδαής''': -ές, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9.44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]], [[παντογνώστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δαη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>δάην</i>, αόρ. β' του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δαής</i>, <i>ορθο</i>-<i>δαής</i> (<b>βλ.</b> και το ομόρριζο [[διδάσκω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A all-knowing, Epigr. ap. D.L.9.43.
German (Pape)
[Seite 463] ές, allwissend, Democrit. epigr. bei D. L. 9, 44.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδαής: -ές, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9.44.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. ἐ-δάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].