παρακαθιδρύω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακαθιδρύω''': ἐν τῷ παθ., τίθεμαι, ἱδρύομαι πλησίον τινός, τῷ θεῷ Πλουτ. Καῖσ. 9. | |lstext='''παρακαθιδρύω''': ἐν τῷ παθ., τίθεμαι, ἱδρύομαι πλησίον τινός, τῷ θεῷ Πλουτ. Καῖσ. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>παρακαθιδρύομαι</i><br />τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι [[δίπλα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[δράκων]] ἱερὸς παρακαθίδρυται τῇ θεῷ κατὰ τὸν μῡθον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθιδρύω]] «[[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]], [[ιδρύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
in Pass.,
A to be placed by or near, τῇ θεῷ Plu.Caes. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθιδρύω: ἐν τῷ παθ., τίθεμαι, ἱδρύομαι πλησίον τινός, τῷ θεῷ Πλουτ. Καῖσ. 9.
Greek Monolingual
Α
παθ. παρακαθιδρύομαι
τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («δράκων ἱερὸς παρακαθίδρυται τῇ θεῷ κατὰ τὸν μῡθον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α)- + καθιδρύω «εγκαθιστώ, τοποθετώ, ιδρύω»].