παραδιαστολή: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(6_9) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδιαστολή''': ἡ, [[σχῆμα]] ῥητορικὸν καθ’ ὃ δύο παρόμοια πράγματα ἀλλὰ διαφέροντα κατά τι παρατίθενται καὶ διακρίνονται ἀπ’ [[ἀλλήλων]], Quintil. 9. 3, 65, Rutil. Lup. 1. 4. | |lstext='''παραδιαστολή''': ἡ, [[σχῆμα]] ῥητορικὸν καθ’ ὃ δύο παρόμοια πράγματα ἀλλὰ διαφέροντα κατά τι παρατίθενται καὶ διακρίνονται ἀπ’ [[ἀλλήλων]], Quintil. 9. 3, 65, Rutil. Lup. 1. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο παρατάσσονται ανόμοια πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διαστολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, in Rhet.,
A putting together of dissimilar things, as a figure, Quint.Inst.9.3.65, Rutil.1.4, Isid.Etym.2.21.9.
German (Pape)
[Seite 476] ἡ, = παραδιάζευξις, rhetorische Figur, Quint. 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιαστολή: ἡ, σχῆμα ῥητορικὸν καθ’ ὃ δύο παρόμοια πράγματα ἀλλὰ διαφέροντα κατά τι παρατίθενται καὶ διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων, Quintil. 9. 3, 65, Rutil. Lup. 1. 4.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατάσσονται ανόμοια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διαστολή.