παραλήπτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_9) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλήπτης''': ἢ -λήμπτης, ου, ὁ, ὁ παραλαμβάνων τοὺς φόρους, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 5075, πρβλ. Franz σ. 320· - π. σίτου, ὁ παραλαμβάνων τὰς μερίδας στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5109. 1. | |lstext='''παραλήπτης''': ἢ -λήμπτης, ου, ὁ, ὁ παραλαμβάνων τοὺς φόρους, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 5075, πρβλ. Franz σ. 320· - π. σίτου, ὁ παραλαμβάνων τὰς μερίδας στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5109. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. παραλήπτρια / [[παραληπτής]] και [[παραλημπτής]], ΝΑ [[παραλαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παραλαμβάνει [[πράγμα]] που του δίνουν ή που προορίζεται γι' αυτόν ή αυτός που έχει το [[δικαίωμα]] να παραλάβει [[κάτι]], αποδοχέας («[[παραλήπτης]] επιστολής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] που εισπράττει τους φόρους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παραλήπτης]] σίτου» — [[άτομο]] επιφορτισμένο να παραλαμβάνει το [[συσσίτιο]] τών στρατιωτών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 487] ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παραλήπτης: ἢ -λήμπτης, ου, ὁ, ὁ παραλαμβάνων τοὺς φόρους, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 5075, πρβλ. Franz σ. 320· - π. σίτου, ὁ παραλαμβάνων τὰς μερίδας στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5109. 1.
Greek Monolingual
ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ παραλαμβάνω
νεοελλ.
αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που του δίνουν ή που προορίζεται γι' αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής»)
αρχ.
1. άτομο που εισπράττει τους φόρους
2. φρ. «παραλήπτης σίτου» — άτομο επιφορτισμένο να παραλαμβάνει το συσσίτιο τών στρατιωτών.