παρανομώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(31)
(No difference)

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ παράνομος
ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῡντα τε καὶ ἀδικοῡντα», Πλάτ.)
αρχ.
1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῑν εἰς τὸ μαντεῑον», Διόδ.)
2. παθ. παρανομοῡμαι, -έομαι
υπόκειμαι σε κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι από κάποιον («ἀδίκως μετὰ βίας παρανομηθείς», πάπ.).