παρατράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατράχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.
|lstext='''παρατράχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το [[κεφάλι]] του να κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που ο τράχηλός του γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατράχηλος Medium diacritics: παρατράχηλος Low diacritics: παρατράχηλος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: paratráchēlos Transliteration B: paratrachēlos Transliteration C: paratrachilos Beta Code: paratra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with the neck on one side, of the statues of Alexander by Lysippus, Tz.H.8.421 :—Verb παρατρᾰγῳδ-έω, ib.11.100.

German (Pape)

[Seite 503] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

παρατράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το κεφάλι του να κλίνει προς τη μία πλευρά, που ο τράχηλός του γέρνει προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τράχηλος.