παρατροπικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_11)
(31)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατροπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρατροπήν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 528.
|lstext='''παρατροπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρατροπήν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 528.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παράτροπος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[παρατροπή]], σε [[παρέκκλιση]], σε [[εκτροπή]], ο [[παράτροπος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 504] ή, όν, = παράτροπος 2, Schol. Eur. Andr. 528.

Greek (Liddell-Scott)

παρατροπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρατροπήν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 528.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παράτροπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρατροπή, σε παρέκκλιση, σε εκτροπή, ο παράτροπος.