παρατροπή
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ἡ,
A turning away, means of averting, θανάτου E.Ion1230(lyr.); τῶν ἀβουλήτων Plu.2.168e(pl.).
2 slight alteration, τοῦ ὀνόματος ib.376a, cf. Suid. s.v. χρεών; f.l. for παρεκτροπή, A.D.Synt.167.3; τρόπος ἐστὶ λόγος κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος Trypho Trop.Praef.
3 misleading, τοῦ φρονοῦντος Plu.2.758e.
II intr., deviation, τῆς ὁδοῦ ib.1106b; εἰς τὸ νοσῶδες Apollon. ap. Orib.7.19.5; εἰς τὸ παρὰ φύσιν Gal.18(1).181.
2 of the mind, aberration, error, Plu.2.40b, Iamb.Myst.3.25(pl.); perversion, Plu.2.1104d.
3 metaph., side-stream, Longin.13.3 (pl.); digression, Plu.2.855d(pl.), Luc.Dem.Enc.6.
German (Pape)
[Seite 504] ἡ, das Ablenken, Ableiten, bes. vom rechten Wege, Verführen, Poll. 4, 50, u. öfter bei Sp., wie Plut., auch Irrtum, Verkehrtheit, amat. 16 M. – Das Abweichen, bes. in der Rede, die Abschweifung, αἱ ἐκ τῶν παρατροπῶν ἐπάνοδοι, Luc. encom. Dem. 6; Sp. auch = Declination im grammatischen Sinne; Ableitung, Herleitung, Longin.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. 1 action de détourner, action d'écarter : τινος qch;
2 abs. action de détourner du droit chemin, action d'induire en erreur;
3 t. de gramm. changement, altération (d'un mot);
B. I. action de se détourner, action de s'écarter : ὁδοῦ PLUT de son chemin, càd action de s'égarer;
II. fig. 1 digression oratoire;
2 égarement de l'esprit, erreur.
Étymologie: παρατρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατροπή -ῆς, ἡ, Dor. παρατροπά [παρατρέπω] het afwenden:. οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπά er bestaat geen middel om de dood af te wenden Eur. Ion 1230. uitweiding.
Russian (Dvoretsky)
παρατροπή: ἡ
1 предотвращение, средство отклонить (θανάτου Eur.);
2 изменение (τοῦ ὀνόματος Plut.);
3 смещение, отклонение (τῆς ὁδοῦ Plut.);
4 заблуждение, ошибка, извращение, Plut.;
5 грам. склонение.
Greek (Liddell-Scott)
παρατροπή: ἡ, τὸ παρατρέπειν ἢ ἀποτρέπειν, μέσον ἀποτροπῆς, οὐκ ἔστ’ οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι Εὐρ. Ἴων 1230· τῶν ἀβουλήτων Πλούτ. 2. 168Ε. 2) μικρὰ μεταβολή, ἐκτροπή, αὐτόθι 376Α, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 167. 3) παροδήγησις, τοῦ φρονοῦντος Πλούτ. 2. 758Ε.
ΙΙ. ἀμεταβ., παρεκτροπή, τῆς ὁδοῦ αὐτόθι 1106Β· εἰς τὸ νοσῶδες Ὀρειβάσ. 145 Matth.· ἐκ παρατροπῆς, διὰ διαστροφῆς τῆς σημασίας, Κλήμ. Ἀλ. 490. 2) σφάλμα, Πλούτ. 2. 40Β, κτλ.
3) μεταφορ., πλάγιον ῥεῦμα, Λογγῖν. 13. 3· - παρέκβασις, Πλούτ. 2. 855C, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 6.
Greek Monolingual
η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ παρατρέπω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.)
2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῦ», Διον. Αρεοπ.)
3. (με ηθικ. σημ.) εκτροπή από τον ίσιο δρόμο, πλάνη, σφάλμα, ανήθικη πράξη
νεοελλ.-μσν.
ξεστράτισμα του νου, σύγχυση, ταραχή («κάν' ο λαός με τσι φωνές παρατροπή μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. αποτροπή, μέσο αποτροπής («μηχανώμενοι... παρατροπὰς τῶν ἀβουλήτων», Πλούτ.)
μικρή αλλαγή, μεταβολή, μετατροπή
3. παραπλάνηση
4. παράκρουση
5. διαστροφή, παραμόρφωση
6. μτφ. πλάγιο ρεύμα
7. παρέκβαση («τὰς ἐκ τῶν παρατροπῶν ἐπανόδους», Λουκιαν.)
8. φρ. «ἐκ παρατροπῆς» — με διαστροφή της σημασίας (Κλήμ. Αλ.).
Greek Monotonic
παρατροπή: ἡ,
I. μέσο αποστροφής, τρόπος αποφυγής, θανάτου, σε Ευρ.
II. αμτβ., παρεκτροπή, σε Λουκ.
Middle Liddell
παρατροπή, ἡ,
I. a turning away, means of averting, θανάτου Eur.
II. intr. a digression, Luc.
Translations
error
Afrikaans: fout; Albanian: gabim; Arabic: خَطَأ, غَلْطَة, غَلَط; Egyptian Arabic: غلطة; Archi: хатӏа; Armenian: սխալ; Asturian: error; Avar: гъалатӏ; Azerbaijani: xəta, səhv; Bashkir: хата; Belarusian: памылка, хі́ба; Bengali: ভুল; Bulgarian: грешка; Burmese: အမှား; Catalan: error, errada; Chinese Mandarin: 錯誤/错误, 失誤/失误; Chukchi: ԓыганэн; Czech: chyba, omyl; Danish: fejl, fejltagelse, forseelse; Dhivehi: ކުށް; Dutch: fout, vergissing, onjuistheid; Erzya: ильведькс, ильведевкс, ильведема; Esperanto: eraro, miso; Estonian: viga; Farefare: tuure; Finnish: erehdys, virhe; French: erreur; Gagauz: yanlış; Galician: erro; Georgian: შეცდომა; German: Fehler; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌹𐌸𐌰; Greek: λάθος, σφάλμα; Ancient Greek: ἀβρόταξις, ἀγνόημα, ἀλόγημα, ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμάρτιον, ἁμαρτωλή, ἁμαρτωλία, ἀμβλάκημα, ἀμβλακία, ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον, ἀπλάκημα, ἀπόπτωμα, ἀστόχημα, ἀστοχία, διάπτωμα, διάπτωσις, ἔγκακον, ἔκπτωσις, ἐξαμαρτία, ἐξολίσθησις, ματία, ματίη, παράβασις, παραίβασις, παρατροπή, παρόραμα, περιφορά, πλάνη, πλημμέλεια, πταῖσμα, σφάλμα, σφαλμός; Haitian Creole: erè; Hebrew: טָעוּת, שְׁגִיאָה; Hindi: त्रुटि, ग़लती, भूल; Hungarian: hiba; Icelandic: mistök, villa, skyssa; Ido: eroro; Indonesian: kesalahan; Irish: botún, dearmad, earráid, iomrall; Italian: errore, sbaglio; Japanese: 誤り, 間違い, エラー; Kabuverdianu: asnera; Kashubian: zmiłka, fela, błąd, fel, feler, ochëba, pomilenié, przelisk, przerzeczenié, zarzek, zarznięcé, zbrida, zmilenié; Kazakh: қателік; Khmer: កំហុស; Korean: 실수(失手), 에러, 오류(誤謬); Kurdish Central Kurdish: ھەڵە; Northern Kurdish: xete, şaşî; Kyrgyz: жаңылыш, ката; Ladino: yero; Lao: ຂໍ້ຜິດພາດ; Latin: error; Latvian: kļūda; Lithuanian: klaida; Luhya: ekasoro; Macedonian: грешка; Malay: ralat, kesalahan; Malayalam: പിശക്, തെറ്റ്; Mokshan: эльбятькс; Mongolian Cyrillic: алдаа; Norwegian Bokmål: feil; Nynorsk: feil; Occitan: error; Old English: ġedwola; Oromo: dogoggora; Persian: خطا, اشتباه, غلط; Plautdietsch: Fäla; Polish: błąd, pomyłka, omyłka; Portuguese: erro; (New) Prussian: blānda; Romanian: eroare; Russian: ошибка; Scottish Gaelic: mearachd, iomrall; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̏шка, по̀грешка; Roman: grȅška, pògreška; Slovak: chyba; Slovene: napaka; Somali: gaf; Sotho: phoso; Spanish: error, yerro; Swahili: kasoro; Swedish: fel; Tabasaran: гъалатӏ; Tagalog: mali; Tajik: иштибоҳ, хато, ғалат; Tamil: தப்பு; Thai: ข้อผิดพลาด, ความผิดพลาด; Tocharian B: nāki, triśalñe; Turkish: yanlış, hata, yanılgı; Turkmen: ýalňyş; Ukrainian: помилка, хиба; Uyghur: خاتا; Uzbek: xato, gʻalat; Vietnamese: lỗi; Vilamovian: faołer; Võro: essütüs; Yiddish: טעות, גרײַז, פֿעלער