παρεμποδών: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεμποδών''': Ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἐμποδών]], «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157. | |lstext='''παρεμποδών''': Ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἐμποδών]], «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> ως [[εμπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> επίρρ. [[ἐμποδών]] «ως [[εμπόδιο]], με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A in the way, Procop. Gaz.Ep.127, Alex. Trall.2.
German (Pape)
[Seite 515] wie ἐμποδών, im Wege, hinderlich, nur Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμποδών: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐμποδών, «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ως εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἐμποδών «ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια»].