παρίσχιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(6_18)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρίσχιος''': -ον, ὁ παρὰ τὸ [[ἰσχίον]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλονιστήρ ― παρὰ Διογ. Λ. 2. 139 [[ταρίχιον]] [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ παρίσχιον.
|lstext='''παρίσχιος''': -ον, ὁ παρὰ τὸ [[ἰσχίον]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλονιστήρ ― παρὰ Διογ. Λ. 2. 139 [[ταρίχιον]] [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ παρίσχιον.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο <i>ισχίον</i> (εσφ. γρφ. [[αντί]] [[ταρίχιον]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχίον]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίσχιος Medium diacritics: παρίσχιος Low diacritics: παρίσχιος Capitals: ΠΑΡΙΣΧΙΟΣ
Transliteration A: paríschios Transliteration B: parischios Transliteration C: parischios Beta Code: pari/sxios

English (LSJ)

ον,

   A beside the hips, Hsch. s.v. κλονιστήρ ; f.l. for ταρίχιον in D.L.2.139.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσχιος: -ον, ὁ παρὰ τὸ ἰσχίον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλονιστήρ ― παρὰ Διογ. Λ. 2. 139 ταρίχιον εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ παρίσχιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο ισχίον (εσφ. γρφ. αντί ταρίχιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἰσχίον.