παρίσχιος
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
παρίσχιον, beside the hips, Hsch. s.v. κλονιστήρ; f.l. for ταρίχιον in D.L.2.139.
Greek (Liddell-Scott)
παρίσχιος: -ον, ὁ παρὰ τὸ ἰσχίον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλονιστήρ ― παρὰ Διογ. Λ. 2. 139 ταρίχιον εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ παρίσχιον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο ισχίον (εσφ. γρφ. αντί ταρίχιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἰσχίον.