παχυδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχῠδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους παχεῖς, Πολέμων. Φυσιογν. σ. 310.
|lstext='''πᾰχῠδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους παχεῖς, Πολέμων. Φυσιογν. σ. 310.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παχυδάκτυλος]], -ον ΝΑ<br />αυτός που έχει παχιά δάκτυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-[[δάκτυλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυδάκτῠλος Medium diacritics: παχυδάκτυλος Low diacritics: παχυδάκτυλος Capitals: ΠΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pachydáktylos Transliteration B: pachydaktylos Transliteration C: pachydaktylos Beta Code: paxuda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A thick-fingered, Polem.Phgn.86.

German (Pape)

[Seite 539] dickfingerig, Polemo.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους παχεῖς, Πολέμων. Φυσιογν. σ. 310.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχυδάκτυλος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει παχιά δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + δάκτυλος (πρβλ. τετρα-δάκτυλος)].