παχυδάκτυλος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυδάκτῠλος Medium diacritics: παχυδάκτυλος Low diacritics: παχυδάκτυλος Capitals: ΠΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pachydáktylos Transliteration B: pachydaktylos Transliteration C: pachydaktylos Beta Code: paxuda/ktulos

English (LSJ)

παχυδάκτυλον, thick-fingered, Polem.Phgn.86.

German (Pape)

[Seite 539] dickfingerig, Polemo.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους παχεῖς, Πολέμων. Φυσιογν. σ. 310.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχυδάκτυλος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει παχιά δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + δάκτυλος (πρβλ. τετραδάκτυλος)].