πεντόροβος: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(b)
(31)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] ἡ, eine Pflanze, sonst [[γλυκυσίδη]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] ἡ, eine Pflanze, sonst [[γλυκυσίδη]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πεντώροβος]], ὁ, ἡ [[πεντόροβον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[γλυκυσίδη]]<br /><b>2.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]] με [[σχήμα]] γλυκυσίδης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] οσπρίου». Ο τ. [[πεντώροβος]] με</i> [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντόροβος Medium diacritics: πεντόροβος Low diacritics: πεντόροβος Capitals: ΠΕΝΤΟΡΟΒΟΣ
Transliteration A: pentórobos Transliteration B: pentorobos Transliteration C: pentorovos Beta Code: pento/robos

English (LSJ)

ὁ,

   A = γλυκυσίδη, Dsc.3.140, Plin. HN 25.29, 27.84.    2 an architectural ornament in this form, IG 11(2).161 B 19 (Delos, iii B. C.) : πεντώροβος, BCH 32.11 (ibid., iv B. C.), IG 22.1451.29, 1452.7.

German (Pape)

[Seite 559] ἡ, eine Pflanze, sonst γλυκυσίδη.

Greek Monolingual

και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α
1. το φυτό γλυκυσίδη
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως].