πενταφάρμακος: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6_18) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντᾰφάρμᾰκος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5. | |lstext='''πεντᾰφάρμᾰκος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[έδεσμα]]) αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] ειδών αρτύματα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενταφάρμακον</i>- [[είδος]] εδέσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-[[φάρμακος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of five drugs or ingredients : pentapharmacum, Hist. Aug.Hel.5.
German (Pape)
[Seite 557] aus fünf Giften od. Arzneimitteln bestehend, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για έδεσμα) αυτός που αποτελείται από πέντε ειδών αρτύματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταφάρμακον- είδος εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + φάρμακον (πρβλ. τετρα-φάρμακος)].