Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq bouches <i>ou</i> embouchures.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />à cinq bouches <i>ou</i> embouchures.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[στόμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10 ; of the Ister, Id.4.47 ; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].