περιξυστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(6_12) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιξυστήρ''': -ῆρος, ὁ, χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ξύνουσιν ἢ λειαίνουσι τὰ ὀστᾶ, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 97 Coch. | |lstext='''περιξυστήρ''': -ῆρος, ὁ, χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ξύνουσιν ἢ λειαίνουσι τὰ ὀστᾶ, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 97 Coch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] για [[ξέση]] ή [[εκβολή]] οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιξύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεγασ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A surgical instrument for scraping or smoothing bones, Heliod.(?)ap.Orib.46.11.29.
German (Pape)
[Seite 584] ῆρος, ὁ, chirurgisches Werkzeug, die Knochen abzuglätten, wegzunehmen, Chirurg. vett.
Greek (Liddell-Scott)
περιξυστήρ: -ῆρος, ὁ, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ ξύνουσιν ἢ λειαίνουσι τὰ ὀστᾶ, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 97 Coch.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
χειρουργικό εργαλείο για ξέση ή εκβολή οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιξύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].