περικυκλώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(32)
(No difference)

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ
περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς
νεοελλ.
στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ
μσν.
περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω
αρχ.
1. περιέρχομαι
2. μέσ. περικυκλοῡμαι -όομαι
πολιορκούμαι από παντού.