ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(32) |
(No difference)
|
περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ
περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς
νεοελλ.
στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ
μσν.
περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω
αρχ.
1. περιέρχομαι
2. μέσ. περικυκλοῡμαι -όομαι
πολιορκούμαι από παντού.