περιπνίγω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπνίγω''': [ῑ], [[πνίγω]] [[πανταχόθεν]], τοὺς ἐργαζομένους (ἐν τῇ ληνῷ) μὴ περιπνίγεσθαι ἀπὸ τῆς τοῦ γλεύκους ἀναφορὰς Γεωπ. 6. 1, 2. | |lstext='''περιπνίγω''': [ῑ], [[πνίγω]] [[πανταχόθεν]], τοὺς ἐργαζομένους (ἐν τῇ ληνῷ) μὴ περιπνίγεσθαι ἀπὸ τῆς τοῦ γλεύκους ἀναφορὰς Γεωπ. 6. 1, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Μ<br />[[πνίγω]] κάποιον από όλες τις πλευρές, [[αποπνίγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A suffocate, Gp.6.1.2 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 588] (s. πνίγω), von allen Seiten her ersticken, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
περιπνίγω: [ῑ], πνίγω πανταχόθεν, τοὺς ἐργαζομένους (ἐν τῇ ληνῷ) μὴ περιπνίγεσθαι ἀπὸ τῆς τοῦ γλεύκους ἀναφορὰς Γεωπ. 6. 1, 2.