περιπεφρασμένως: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(6_6) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς περισκέψεως, [[μετὰ]] τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως. | |lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς περισκέψεως, [[μετὰ]] τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A very thoughtfully, gloss on περιφραδέως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 587] adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεφρασμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
Greek Monolingual
Α
επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφράζω].