περιπλίγδην: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπλίγδην''': «[[περιβάδην]]» Ἡσύχ.
|lstext='''περιπλίγδην''': «[[περιβάδην]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[περιβάδην]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>περιπλιγ</i>- του [[περιπλίσσομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[πλίγμα]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μίγ</i>-<i>δην</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλίγδην Medium diacritics: περιπλίγδην Low diacritics: περιπλίγδην Capitals: ΠΕΡΙΠΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: periplígdēn Transliteration B: peripligdēn Transliteration C: peripligdin Beta Code: peripli/gdhn

English (LSJ)

περιβάδην, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] adv., = περιπλίξ (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίγδην: «περιβάδην» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ- του περιπλίσσομαι (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].